- εδεσματολόγιο
- τοκατάλογος φαγητών, λίστα, μενού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εδεσματολόγιο — το 1. κατάλογος φαγητών 2. κατάλογος φαγητών εστιατορίου, λίστα, μενού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
-λόγιο — (AM λόγιον και Μ λόγιν) β συνθετικό ουδέτερων ονομάτων από το ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «ομιλώ, λέω» (πρβλ. ημερολόγιο, ωρολόγιο, μοιρολόγιο, τιμολόγιο) είτε με τη σημ. τού «συλλέγω, συγκεντρώνω», οπότε και λειτούργησε ως περιληπτική… … Dictionary of Greek
μενού — το τα φαγητά που παρατίθενται σε ένα γεύμα, καθώς και ο σχετικός κατάλογος, το εδεσματολόγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. αρχική σημ. «λεπτομερής κατάλογος» < γαλλ. menu «μικρός, λεπτομερής» < λατ. minutus «μικρός, λεπτός» < minuo «ελαττώνω, συγκόπτω»)] … Dictionary of Greek
τροφοδοσία — η, Ν 1. η χορήγηση τροφής ή, γενικότερα, η παροχή τών απαραίτητων τροφίμων σε πολλά, συνήθως, άτομα («τροφοδοσία του στρατού») 2. ναυτ. η υποχρέωση τού πλοιοκτήτη η οποία προκύπτει από τη σύμβαση ναυτολόγησης και συνίσταται στην παροχή τροφής στο … Dictionary of Greek